- ἔπηλις
- ἔπηλις, ἡ, Deckel einer Kiste, = ἔφηλις; Flecken im Gesicht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
έπηλις — ἔπηλις, η (AM) κάλυμμα, σκέπασμα μσν. κηλίδα τού προσώπου, φακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. τού έφηλις*] … Dictionary of Greek
ἔπηλις — cover fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφηλίδα — η (ΑΜ ἔφηλις και ἐφηλίς, Α ιων. τ. ἔπηλις) μικρή κηλίδα τού προσώπου, υποκάστανου ή υποκίτρινου χρώματος, κν. φακίδα νεοελλ. (ναυπ.) μικρή μεταλλική περόνη που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική για τη συγκράτηση γόμφου ή άλλου αντικειμένου αρχ. 1.… … Dictionary of Greek